- περιναιέτης
- περι-ναιέτης: neighbor, pl., Il. 24.488†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
περιναιέτης — ὁ, Α [περιναιετώ] περίοικος, γείτονας … Dictionary of Greek
περιναιέται — περιναιέτης one of those who dwell round masc nom/voc pl περιναιέτᾱͅ , περιναιέτης one of those who dwell round masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταναιέτης — μεταναιέτης, ὁ (Α) αυτός που κατοικεί με κάποιον, που συγκατοικεί, ο συγκάτοικος («παῑδας δ ἤματα πάντα ἑοῡ μεταναιέτας εἶναι», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ναιέτης «κάτοικος» (< ναιετῶ «κατοικώ»), πρβλ. περιναιέτης] … Dictionary of Greek
περιναιετάων — περιναιετά̱ων , περιναιέτης one of those who dwell round masc gen pl (epic aeolic) περιναιετάω dwell round about pres part act masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)